νεολαίος — ο [νεολαία] 1. (γενικά) νέος σε ηλικία 2. νέος που ανήκει σε οργάνωση νεολαίας, συνήθως πολιτικής … Dictionary of Greek
νεολαίος — ο νέος, μέλος πολιτικής οργάνωσης της νεολαίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)